- οστιάριος
- Τίτλος εκκλησιαστικός που καθιερώθηκε στο Βυζάντιο. Συνήθως δίδεται σε ψάλτες και αναγνώστες, ορισμένες όμως φορές και σε ιερείς. Μεταξύ των καθηκόντων του ο. ήταν η απαγόρευση εισόδου στην εκκλησία ατόμων που δεν ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι ή που γενικά θεωρούνταν ασεβείς. Βοηθούσαν επίσης τους αρχιερείς κατά την τέλεση της λειτουργίας κρατώντας την ποιμαντορική ράβδο ή το ευαγγέλιο κατά την ανάγνωση του από τον αρχιερέα. Ακόμη κατά τη χειροτονία επισκόπων ήταν υπεύθυνοι για την τάξη.
* * *-ο (Μ ὀστιάριος, -ον)το αρσ. ως ουσ. ο οστιάριοςα) βυζαντινό εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δινόταν σε ψάλτες, αναγνώστες, διακόνους και ιερείς οι οποίοι είχαν ως κύριο λειτούργημα να στέκουν στην πύλη τού ναού, να φροντίζουν για την τάξη κατά τη διάρκεια τών ιεροτελεστιών, να κρατούν την επισκοπική ράβδο και να προπορεύονται σε όλες τις μεγάλες και επίσημες τελετέςβ) ανώτερος αξιωματούχος στο βυζαντινό παλάτιο και στο ιδιαίτερο γραφείο τού αυτοκράτορα, ο οποίος παρουσίαζε για ακρόαση τους ξένους επίσημους αντιπροσώπους και πρεσβευτές καθώς και τους Βυζαντινούς αξιωματούχους και ήταν παρών στις συνεντεύξεις αυτέςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο θυρωρός ή πυλωρός ή πορτάρης μονής.μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστιάριονκατάλυμα τού θυρωρού τού ναού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ostiarius «θυρωρός» < λατ. ostium «πόρτα»].
Dictionary of Greek. 2013.